- υπομνηματίζω
- υπομνηματίζω, υπομνημάτισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υπομνηματίζω — ὑπομνηματίζω, ΝΑ [ὑπόμνημα, ατος] συντάσσω ερμηνευτικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχολιάζω αρχ. (κυρίως μέσ. και παθ.) ὑπομνηματίζομαι α) συγγράφω απομνημονεύματα («τὰ δ ἐν τῷ περὶ ψυχῆς διαλόγῳ ῥηθέντα κατ ἰδίαν ὑπομνηματισάμενός σοι… … Dictionary of Greek
υπομνηματίζω — υπομνημάτισα, υπομνηματίστηκα, υπομνηματισμένος, γράφω ερμηνευτικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχολιάζω φιλολογικά: Ο Πίνδαρος υπομνηματίστηκε από τους αρχαίους σχολιαστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπομνημάτιση — η / ὑπομνημάτισις, ίσεως, ΝΜ [ὑπομνηματίζω] η ενέργεια τού υπομνηματίζω, ερμηνευτικός σχολιασμός κειμένων … Dictionary of Greek
προσυπομνηματίζομαι — Α [ὑπομνηματίζομαι] υπομνηματίζω ξανά … Dictionary of Greek
σχολιάζω — ΝΜ γράφω σχόλια, ερμηνευτικές σημειώσεις σε έργο συγγραφέα, υπομνηματίζω νεοελλ. 1. συνεκδ. κρίνω, γεγονότα, καταστάσεις ή τη συμπεριφορά κάποιων άλλων 2. επικρίνω 3. φρ. «σχολιασμένη έκδοση» έκδοση αρχαίου κειμένου με σχόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
υπομνηματίζομαι — Α βλ. υπομνηματίζω … Dictionary of Greek
υπομνηματισμός — ο / ὑπομνηματισμός, ΝΜΑ [ὑπομνηματίζω, ομαι] νεοελλ. μσν. συγγραφή ερμηνευτικών σχολίων σε κείμενα, σχολιασμός αρχ. 1. γραπτό σημείωμα, υπόμνημα 2. κάθε έγγραφο στο οποίο αναφέρεται κάτι 3. γραπτή απόφαση βασιλιά 4. γραπτή απόφαση τού Αρείου… … Dictionary of Greek
υπομνηματιστής — ο / ὑπομνηματιστής, ΝΜΑ [ὑπομνηματίζω, ομαι] συντάκτης ερμηνευτικών σημειώσεων, σχολιαστής μσν. αρχ. στενογράφος αρχ. 1. αυτός που δηλώνει κάτι δημοσίως 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπόμνημα λέγων» … Dictionary of Greek
σχολιάζω — σχολίασα, σχολιάστηκα, σχολιασμένος 1. κάνω κριτική: Σχολιάστηκαν δυσμενώς οι δηλώσεις αυτού του πολιτικού. – Σχολιάζουν οι υπάλληλοι τη συμπεριφορά του προϊσταμένου τους. 2. γράφω σχόλια, υπομνηματίζω: Ο Ευστάθιος σχολίασε τον Όμηρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)